Οικονομικό έγκλημα και ξέπλυμα χρήματος

Οι τελευταίες εξελίξεις στην ανίχνευση ύποπτων περιπτώσεων και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρχών, χωρών κι οργανισμών

Οικονομικό έγκλημα και ξέπλυμα χρήματος

Άρθρο του Κωνσταντίνου Τσερμενίδη, Supervising Senior Advisor, Συμβουλευτικό Τμήμα, KPMG, στο news247.gr

Η εκτιμώμενη απώλεια παγκοσμίως στον κύκλο εργασιών των επιχειρήσεων ως αποτέλεσμα του οικονομικού εγκλήματος για το 2018 σύμφωνα με στοιχεία της Thomson Reuters, ήταν US$ 1,45 τρις, μεταφραζόμενο σε 3,5% του παγκόσμιου κύκλου εργασιών. Τα δε εκτιμώμενα κεφάλαια που συνδέονταν με ξέπλυμα χρήματος βάσει εκτιμήσεων του ΔΝΤ για το 2009, ήταν US$ 1,6 τρισ., ήτοι 2,7% του παγκόσμιου ΑΕΠ.

Με τα πρόστιμα την τελευταία δεκαετία για σχετικές παραβάσεις να αγγίζουν τα 24 δις δολάρια στις ΗΠΑ και τα 1,7 δις στην Ευρώπη, αποκαλύπτεται η αναποτελεσματικότητα των υφιστάμενων συστημάτων παρακολούθησης, η ανεπάρκεια σε σχετικές επενδύσεις και η έλλειψη της κατάλληλης κουλτούρας. Ακόμη, αίσθηση προκάλεσαν πρόσφατα δημοσιεύματα για τη διαρροή εγγράφων από τις αρχές των ΗΠΑ σχετικά με την υποβολή αναφορών από μεγάλες τράπεζες για περιπτώσεις ύποπτων συναλλαγών πελατών τους ύψους US$  2 τρισ.

Οδηγίες 4, 5 και 6

Αναφορικά με το ευρωπαϊκό πλαίσιο κατά του ξεπλύματος χρήματος, οι κυριότερες αλλαγές επήλθαν με την 4η και αναμένονται νέες με την εφαρμογή της 5ης και 6ης Οδηγίας. Η 5η Οδηγία, η οποία ενσωματώθηκε στην Ελλάδα σε σχέδιο νόμου τον Αύγουστο του 2020 και ήταν σε δημόσια διαβούλευση μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου του 2020, φέρνει περαιτέρω αυστηροποίηση του πλαισίου. Αναφορικά με νέα προϊόντα, ρυθμίζονται οι πάροχοι ανταλλαγής εικονικών νομισμάτων, κάτι που συνοδεύτηκε από σχετικές επισημάνσεις για περιπτώσεις ξεπλύματος χρήματος από την FATF με έκθεσή της εντός του 2020. Με την 5η Οδηγία επίσης εισάγεται η δημιουργία κεντρικού μητρώου Πραγματικών Δικαιούχων των νομικών οντοτήτων, η διασφάλιση συμφωνίας πληροφοριών μεταξύ μητρώου και υπόχρεων και η διασύνδεση των μητρώων μέσω Ευρωπαϊκής Κεντρικής Πλατφόρμας. Στο μητρώο θα επιτρέπεται η πρόσβαση από αρχές και κοινό, ενώ μεγαλύτερη έμφαση θα δίνεται στην τυπολογία και τη δέουσα επιμέλεια στις περιπτώσεις συναλλαγών με τρίτες χώρες.

Η 6η Οδηγία με τη σειρά της, προβλέπει περαιτέρω εμβάθυνση της διεθνούς συνεργασίας, ενώ παρέχει ενοποιημένο κατάλογο αδικημάτων, περιλαμβάνοντας και συμπεριφορές που εκτυλίσσονται σε έδαφος τρίτης χώρας, όταν αυτές θα αποτελούσαν εγκληματική δραστηριότητα σε εγχώριο επίπεδο.

Από πρόσφατες κινήσεις των θεσμών της ΕΕ, ήδη διαφαίνονται προθέσεις δημιουργίας της Κεντρικής Πλατφόρμας, καθώς και η ανάπτυξη ενός δικτύου στο πλαίσιό της με στόχο την επικοινωνία και την κινητοποίηση. Σχετικά με την Ελλάδα, η Έκθεση της FATF για το 2019 χαρακτηρίστηκε ως θετική αναφορικά με τις επιδόσεις του τραπεζικού της κλάδου, επισημαίνοντας παρόλα αυτά τη γεωγραφική της θέση, το παρελθόν κακοδιαχείρισης δημόσιου χρήματος και τη διαφθορά, κάνοντας επιτακτική την ανάγκη περαιτέρω συμμόρφωσης των υπόχρεων οργανισμών, υπό το πρίσμα ενσωμάτωσης και των νέων ρυθμίσεων.

Βάσει της εμπειρίας της KPMG, σύγχρονες προκλήσεις και τρωτά σημεία στη λειτουργία των οργανισμών είναι:

η έλλειψη κουλτούρας καταπολέμησης του οικονομικού εγκλήματος συνοδευόμενη από προβληματική επικοινωνία μεταξύ των τμημάτων, η καθυστερημένη απόκριση επιχειρησιακών κανόνων και διαδικασιών στις ρυθμιστικές αλλαγές, οι μη τυποποιημένες διαδικασίες, οι αυξημένοι όγκοι συναλλαγών με εξελισσόμενη πελατειακή βάση, ο περιορισμένος αυτοματισμός, η περιορισμένη πρόσβαση σε εξωτερικές πηγές και η ελλιπής ενοποίηση των βάσεων δεδομένων. Η έγκαιρη και αποτελεσματική δράση συνεπώς, αναμένεται να φέρει με τη σειρά της ωφέλειες διαρκείας στους οργανισμούς, όπως εξοικονόμηση πόρων για επενδύσεις στην καινοτομία, αυτοματοποίηση και τυποποίηση, ελαχιστοποίηση σφαλμάτων και αύξηση της αποτελεσματικότητας στη διαχείριση κινδύνων.

Αναγκαία κρίνονται επίσης ο συνεχής έλεγχος και η αναθεώρηση των επιχειρησιακών κανόνων και της τυπολογίας σύμφωνα με τα αποτελέσματα και τις αλλαγές στο πλαίσιο. Ο καθορισμός των περαιτέρω διαδικασιών διαχείρισης των ύποπτων περιπτώσεων που ανιχνεύονται, η προώθησή τους σε ανώτερο επίπεδο, και η επικοινωνία με τον πελάτη και τις αρχές, θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό την απρόσκοπτη συνέχιση των εργασιών του οργανισμού χωρίς δυσάρεστες εκπλήξεις. 

Αναφορικά με τη διαχείριση περιπτώσεων που εντοπίζονται, αίσθηση προκάλεσε πρόσφατο δημοσίευμα που αφορούσε ορισμένες από τις μεγαλύτερες τράπεζες στον κόσμο με τη διαρροή εγγράφων για περιπτώσεις ύποπτων συναλλαγών πελατών τους ύψους US$ 2 τρισ., για τις οποίες δεν διενεργήθηκαν οι αρμόζουσες έρευνες. Η είδηση αυτή κατέστησε σαφές, ότι δεν αρκεί οι υπόχρεοι να διαθέτουν ένα πλήρες σύστημα ελέγχου, αλλά ότι πρέπει να διέπονται από την απαραίτητη κουλτούρα που να εξασφαλίζει την τήρηση των κανόνων και του νόμου, αναδεικνύοντας τις ύποπτες περιπτώσεις όπου και όπως αυτό αρμόζει. 

Σε χαμηλότερο επίπεδο, η ενδεδειγμένη λύση για ένα ολοκληρωμένο σύστημα ελέγχου, περιλαμβάνει τον καθορισμό των βάσεων δεδομένων και λοιπών εσωτερικών πηγών πληροφόρησης, τη διαμόρφωση ενός “Staging Area” και την ενοποίηση δεδομένων εσωτερικής προέλευσης με εξωτερικές πηγές, σε ένα ενιαίο κοινό σημείο αναφοράς για όλους τους εμπλεκόμενους. Στο ολοκληρωμένο σύστημα τέλος, η επιλογή της μεθόδου ανίχνευσης ύποπτων περιπτώσεων προς περαιτέρω διερεύνηση (στατιστικές μέθοδοι, machine learning, ανάλυση δεδομένων, ή απλούστερες μέθοδοι διερεύνησης τάσεων και ομάδων πελατών, λογαριασμών και συναλλαγών), θα καθοριστούν βάσει αναμενόμενου κόστους και αποτελέσματος και δεδομένης της πολυπλοκότητας και των απαιτήσεων. Η ολοκλήρωση σε επίπεδο οργανισμού, αναμένεται εξάλλου, όπως αναφέρθηκε, να τον καταστήσει ένα κόμβο στο επερχόμενο διατραπεζικό και διακοινοτικό δίκτυο ανταλλαγής πληροφοριών.

Είναι λοιπόν σαφές, δεδομένης της πρόσφατης ειδησεογραφίας, των νέων ρυθμιστικών αλλαγών, της βούλησης των θεσμών και των τεχνολογικών εξελίξεων, ότι μια αλλαγή κουλτούρας και ένας λειτουργικός και ψηφιακός μετασχηματισμός που να διέπει τα συστήματα, τους ανθρώπους και τις διαδικασίες και να ξεφεύγει από τα παραδοσιακά όρια των μονάδων συμμόρφωσης, θα αποτελέσουν βασικά στοιχεία μιας αποτελεσματικής διαχείρισης του συνολικού κινδύνου, αλλά και μια ευκαιρία δημιουργίας ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος για τους οργανισμούς που θα σπεύσουν να ανταποκριθούν στο ταχέως εξελισσόμενο περιβάλλον.