Οι κίνδυνοι των ασφαλιστικών και ο ρόλος της Φερεγγυότητας II

Συνέντευξη του Φίλιππου Κάσσου, Γενικός Διευθυντής, Ελεγκτικές Υπηρεσίες, KPMG στην ιστοσελίδα epixeiro.gr

Συνέντευξη του Φίλιππου Κάσσου, Γενικός Διευθυντής, Ελεγκτικές Υπηρεσίες στο epixeiro.gr

Που κατατάσσεται η Ελλάδα σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη σε ό,τι αφορά την παραγωγή ασφαλίστρων, γιατί συμβαίνει αυτό, είναι μόνο θέμα ασφαλιστικών επιχειρήσεων, θα μπορούσε να αλλάξει; Υπό ποιες προϋποθέσεις και σε τι βάθος χρόνου;

Σταθερά τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα, με μικρές διακυμάνσεις, παράγει ασφάλιστρα περίπου στο 2% του ΑΕΠ, σε αντίθεση με το 7%-8% της Ευρώπης. Σύμφωνα με το Insurance Europe για το 2018 η διείσδυση των ασφαλίσεων στην Ευρώπη, ως ποσοστό του ΑΕΠ, ανέρχεται σε 7.5% περίπου και κυμαίνεται από 0.5% στο Λιχτενστάιν ως και 14% στο Ηνωμένο Βασίλειο. Οι χώρες του Βορρά, με εξαίρεση την Ιταλία που έχει μακρά παράδοση στις ασφάλειες, παράγουν περισσότερα ασφάλιστρα σε σχέση με τις χώρες του Νότου και την ανατολική Ευρώπη. 

Αν κοιτάξουμε σε περισσότερο βάθος θα προσέξουμε ότι οι κλάδοι ζωής είναι αυτοί που κάνουν την τεράστια διαφορά με 7-πλάσια διείσδυσης και Ευρώ 1 264 και Ευρώ 175 σε ασφάλιστρα ανά κάτοικο για Ευρώπη και Ελλάδα αντίστοιχα για το 2018. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ένας ελάχιστος αριθμός Ελλήνων διατηρεί ασφαλίσεις ζωής και σύνταξης. Εκτός από την χαμηλή ασφαλιστική συνείδηση των Ελλήνων, στην Ευρώπη συνηθίζεται η ασφαλιστική κάλυψη των εργαζομένων και στελεχών ιδιαίτερα για τους κλάδους Ζωής, ατυχημάτων αλλά και Υγείας τόσο από μεγάλες όσο και από μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Αντίθετα στην Ελλάδα αυτό συναντάται μόνο από μεγάλους ομίλους που αποτελούν τη μειοψηφία. Η συνείδηση για ατομική αποταμίευση και υποστήριξη εισοδήματος για μετά την εργασία είναι διαδομένη στην Ευρώπη, σε αντίθεση με το «κράτος φροντίζει τη σύνταξή μας» στην Ελλάδα.  Οποιοσδήποτε συνδυασμός κινήτρων και υποχρεωτικής κάλυψης θα ενίσχυε την ενεργή συμμετοχή των εργοδοτών στην κάλυψη ιδιωτικής ασφάλισης για τους εργαζομένους τους και αύξηση της παραγωγής.

Και στους κλάδους γενικών ασφαλίσεων παρατηρούνται ουσιαστικές διαφορές με ως και 4-πλάσια διείσδυση στην ασφάλιση κατοικίας και 2-πλάσια στο αυτοκίνητο. Αναφέρουμε στην Έκθεση της KPMG για το 2019 ότι η ασφαλιστική συνείδηση των Ελλήνων ασφαλισμένων όσον αφορά στις καλύψεις προστασίας από φυσικά φαινόμενα περιορίζεται στο αυτοκίνητό του, αφήνοντας εκτός την ακίνητη περιουσία του.

Υπάρχουν πολλές απόψεις για βελτίωση της παραγωγής που ξεκινάνε ως αφετηρία το θέμα της υποχρεωτικής ασφάλισης σεισμού, ως σεισμογενής χώρα, και παροχή φορολογικών κινήτρων για καλύψεις πυρός και λοιπών φυσικών καταστροφών ως και διάφορα σχήματα συμπράξεων δημοσίου – εταιρειών για τη διατήρηση της ποιότητας των πολιτών και τη χρηματοδότηση για αποκατάσταση των απωλειών και ζημιών σε περίπτωση καταστροφών.

Τι σημαίνει για τον Έλληνα ασφαλισμένο Φερεγγυότητα ΙΙ; Τι μπορεί να ξεχωρίσει διαβάζοντας τις εποπτικές καταστάσεις για την Φερεγγυότητα των ασφαλιστικών, ώστε να κάνει την σωστή επιλογή ενός ασφαλιστήριου, υγείας, ζωής, αυτοκινήτου;

Αυτό που πρέπει να κρατήσουν οι περισσότεροι ασφαλισμένοι, οι οποίοι δεν παρακολουθούν τις εποπτικές απαιτήσεις και δεν διαβάζουν τις σχετικές οικονομικές και εποπτικές αναφορές, είναι ότι το νέο πλαίσιο Φερεγγυότητας ΙΙ φέρεται ως «Φύλακας» που προστατεύει τους ασφαλισμένους και τα χρήματά τους και διασφαλίζει ότι η ασφαλιστική εταιρεία θα ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της όταν θα χρειαστεί. 

Για τους ενημερωμένους, ο δείκτης Φερεγγυότητας ΙΙ, αυτός που ονομάζεται SCR , σε επίπεδα πάνω από το ελάχιστο 100%, διασφαλίζει ότι οι ασφαλιστικές θα διατηρούν τα απαιτούμενα κεφάλαια ώστε να μπορούν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους έναντι των ασφαλισμένων και δικαιούχων ακόμη και σε ακραίες καταστάσεις για τους επόμενους 12 μήνες και με πιθανότητα που αγγίζει το 99.5%. Ο μαθηματικός τύπος που βρίσκεται πίσω από τον υπολογισμό αυτόν αξιολογεί την έκθεση σε κάθε κατηγορία κινδύνου ξεχωριστά που αντιμετωπίζει η ασφαλιστική και τους επιμετρά σε όρους απαιτούμενων κεφαλαίων που πρέπει να διατηρεί η ασφαλιστική εταιρεία, ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίζει κάθε γεγονός ακόμη και καταστροφικό, όπως αυτά ορίζονται από τις εποπτικές αρχές. 

Ο βασικότερος κίνδυνος όπως αντιλαμβανόμαστε είναι ο ασφαλιστικός κίνδυνος, ο οποίος αφορά τα κεφάλαια για την κάλυψη των υποχρεώσεων με βάσει τους όρους των συμβολαίων. Εξίσου σημαντικός ωστόσο είναι ο κίνδυνος αγοράς. Οι ασφαλιστικές εταιρείες είναι υποχρεωμένες να επενδύουν με σύνεση τα ασφάλιστρα που εισπράττουν με σκοπό τόσο να υπάρχουν χρήματα σε περιπτώσεις αποζημιώσεων ή επιστροφή τους στους δικαιούχους, αλλά και να επιτυγχάνεται η κατάλληλη απόδοση. Με τον κίνδυνο αγοράς υπολογίζονται τα κεφάλαια που πρέπει να έχει στην άκρη η ασφαλιστική για να αντιμετωπίσει τυχόν ζημιές από τις χρηματοπιστωτικές αγορές στις οποίες επενδύει.

Οι δείκτες κάθε εταιρείας πρέπει να διαβάζονται σε σχέση με το σύνολο αγοράς και όμοιες εταιρείες τους κλάδου δραστηριότητας. Για παράδειγμα αν μία εταιρεία γενικών ασφαλίσεων έχει μεγαλύτερο κίνδυνο αγοράς σε σχέση με άλλες εταιρείες στις γενικές ασφαλίσεις πιθανό να σημαίνει ότι έχει αναλάβει μεγαλύτερα ρίσκα και επενδύει σε λιγότερο ασφαλείς επενδύσεις σε σχέση με άλλες ασφαλιστικές.  Ακόμη και στην περίπτωση αυτή δεν θα πρέπει να φοβούνται οι ασφαλισμένοι γιατί θα έρθει ο «Φύλακάς» τους και θα απαιτήσει από τους μετόχους της εν λόγω εταιρείας να διατηρήσει περισσότερα αποθεματικά κεφάλαια από τις συγκριτικές εταιρείες.

Οι εποπτικές αρχές πλέον δεν αφήνουν καμία εταιρεία να λειτουργεί με κεφάλαια κάτω από τα ελάχιστα απαιτούμενα, οπότε οι ασφαλισμένοι να αισθάνονται λιγότερο ανήσυχοι από ποτέ. Σε πρόχειρη ανάλυση θα μπορούσε κανείς να συλλογιστεί ότι όσο πιο «πλούσια» είναι τα πλεονάζοντα αποθεματικά κεφάλαια που μεταφράζεται σε υψηλούς δείκτες (πχ πάνω από 200%), τόσο μεγαλώνει η δυνατότητα αντιμετώπισης ακόμη περισσότερων κινδύνων. Δυστυχώς για τους ασφαλισμένους η αξιολόγηση της δυνατότητας απορρόφησης ζημιών και άμεσης εκπλήρωσης των υποχρεώσεών μιας ασφαλιστικής στο μέλλον δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση αλλά ούτε πανάκεια. Σημαντικό ρόλο παίζει επίσης και ο τρόπος οργάνωσης και λειτουργίας, η διαχείριση και το προφίλ κινδύνου, οι επικρατούσες συνθήκες αγοράς και άλλοι παράγοντες.  

Σε κάθε περίπτωση ο πιο καλός και πιο ασφαλής ασφαλισμένος είναι ο ενημερωμένος. Για το λόγο αυτό προτείνεται να ανατρέχουν στις ιστοσελίδες των εταιριών και να διαβάζουν τις ετήσιες εκθέσεις Φερεγγυότητας και Χρηματοοικονομικής Κατάστασης που υποχρεωτικά αναρτούν οι ασφαλιστικές και σε συζήτηση με τον ασφαλιστή τους άλλα και επισκόπηση συγκριτικών στοιχείων του κλάδου να κατανοούν την πορεία και τους κινδύνους των εταιρειών που έχουν εμπιστευτεί. Οι εκθέσεις αυτές περιλαμβάνουν πληροφορίες που έχουν διαβιβαστεί και ελέγχονται από τις εποπτικές αρχές, ενώ οι δείκτες φερεγγυότητας και οι οικονομικές αναφορές που περιλαμβάνουν ελέγχονται και από τους τακτικούς ορκωτούς ελεγκτές. 

Ποιες είναι οι επιδόσεις των ίδιων κεφαλαίων της αγοράς (ROE) και πως επηρεάζουν το Solvency II;

Οι δείκτες απόδοσης κεφαλαίου (ROE) παρέμειναν το 2018 σε χαμηλά επίπεδα και ιδιαίτερα ο μετά φόρων που επηρεάστηκε σημαντικά από την αλλαγή των συντελεστών φορολογίας που είχε επίπτωση στον υπολογισμό του αναβαλλόμενου φόρου. Οι δείκτες απόδοσης για το 2018 είναι αρκετά κάτω του διεθνή μέσου όρου αποδόσεων που εκτιμάται στο εύρος του 10%-15% ανάλογα τον κλάδο δραστηριοποίησης. Παραδοσιακά οι αποδόσεις κεφαλαίων είναι μεγαλύτερες στις Γενικές ασφαλίσεις σε σχέση με τις ασφαλίσεις Ζωής.

Η Φερεγγυότητα ΙΙ και τα ελάχιστα κεφάλαια που υποχρεούνται να διατηρούν οι ασφαλιστικές επηρεάζει αρνητικά τον δείκτη απόδοσης κεφαλαίων σε σημείο που να μην αποτελεί ελκυστική επιλογή για πολλούς επενδυτές που στρέφουν τα κεφάλαιά τους σε άλλες πιο προσοδοφόρες και λιγότερο «επικίνδυνες» επενδύσεις. Οι Ευρωπαϊκές Εποπτικές αρχές ενίοτε δέχονται ισχυρές πιέσεις από επενδυτικούς κύκλους και παραδοσιακούς ασφαλιστικούς ομίλους για χαλάρωση των εποπτικών απαιτήσεων, διότι θεωρείται ότι το νέο πλαίσιο και ιδιαίτερα ο πρότυπος υπολογισμός (standard formula) τιμωρεί με επιπλέον και αχρείαστα κεφάλαια τις ασφαλιστές σε σχέση με τους αναλαμβανόμενους κινδύνους 

Είναι υψηλές οι αποδόσεις επί των επενδύσεων των εγχώριων ασφαλιστικών (ROI);

Η εποχή των αρνητικών επιτοκίων και χαμηλών αποδόσεων στην Ευρώπη έχει επηρεάσει αρνητικά και τις αποδόσεις των επενδύσεων των Ελληνικών Ασφαλιστικών που ανέρχονται σε 2.1% περίπου για το 2018 σύμφωνα με την έρευνά μας.

Εδώ θα πρέπει να ξεχωρίσουμε ότι οι εγχώριες ασφαλιστικές που ανήκουν σε ομίλους του εξωτερικού συνήθως ακολουθούν τις επενδυτικές επιλογές του ομίλου και μόνο κατ’ εξαίρεση παρεκκλίνουν όταν έχει να κάνει σε ιδιαίτερες συνθήκες. Κατά συνέπεια στις περιπτώσεις αυτές δεν υπάρχουν σημαντικές διαφορές με την Ευρώπη.

Θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι το νέο πλαίσιο Φερεγγυότητας ΙΙ δεν αφήνει πολλές δυνατότητες για τους ασφαλιστές, διότι η επιλογή επενδύσεων αυξημένου ρίσκου με σκοπό τις αυξημένες αποδόσεις «τιμωρείται» από το πλαίσιο με δια κράτηση υψηλότερων κεφαλαίων οπότε παραμένει ο δείκτης σε χαμηλά επίπεδα λόγω παρονομαστή. Κατά συνέπεια ακόμη και οι εγχώριοι ασφαλιστές βλέπουν τις επιλογές τους να περιορίζονται και στρέφονται σε χαμηλού ρίσκου επενδύσεις και εκδότες με υψηλή πιστοληπτική διαβάθμιση για να αποφύγουν περαιτέρω δέσμευση κεφαλαίων

Οι χρυσές εποχές όπου οι παλαιοί Έλληνες ασφαλιστές έστρεφαν το ενδιαφέρον τους στο αποτέλεσμα των επενδύσεων με προσωπική καθημερινή ενασχόληση και λιγότερο στο οργανικό ασφαλιστικό αποτέλεσμα έχουν περάσει ανεπιστρεπτί.  

Γιατί στην Ευρώπη επενδύουν σε κατηγορίες υψηλότερου κινδύνου;

Είναι γεγονός ότι στην Ευρώπη παρατηρούνται τοποθετήσεις σε μετοχικά λοιπά χαρτοφυλάκια, εκτός ομολόγων και Unit Linked, σε ποσοστό 30% περίπου αρκετά υψηλότερο με το αντίστοιχο 12% στην Ελλάδα.      

Φαίνεται ότι Έλληνες ασφαλιστές έχουν καεί στο χυλό και φυσάνε και το γιαούρτι. Υπάρχει ακόμη διστακτικότητα και επιφυλακτικότητα όσον αφορά τους μετοχικούς τίτλους λόγω της κακής εμπειρίας στο παρελθόν όπου χάθηκαν στο Ελληνικό Χρηματιστήριο πολλά κεφάλαια.

Σε ώριμες αγορές , αλλά και μεταξύ των ορθών επενδυτικών επιλογών, ενδείκνυται η διασπορά του χαρτοφυλακίου όπου ένα μέρος επένδυσης μπορεί να αφορά σε μηδενικό ρίσκο, άλλο σε ελάχιστο και ένα τελευταίο σε επιθετικό με στόχο μία ισορροπημένη απόδοση κεφαλαίων και συγκροτημένη διαχείριση κινδύνου. Παρατηρήσαμε κάποια σημάδια βελτίωσης της αγοράς την προηγούμενη χρονιά με τις διαδοχικές εκδόσεις των εταιρικών ομολόγων όπου πολλοί περιμέναν και τις (επαν)εκδόσεις μετοχικών κεφαλαίων. Ωστόσο η κρίση του κορωνοϊού συγκράτησε τις όποιες προσδοκίες για άνοιγμα νέας αγοράς.    

Πώς οι υπεραξίες των ομολόγων ανεβάζουν την Φερεγγυότητα των ασφαλιστικών; Αποτελεί εγγύηση αυτό για τον ασφαλισμένο;

Οι αναγνώστες συνήθως αναφέρονται στα «μη πραγματοποιηθέντα κέρδη» που περιλαμβάνονται στα Ίδια Κεφάλαια των εταιρειών.

Οι καλές επιδόσεις και η αύξηση της τρέχουσας αξίας των χρεογράφων που κατέχονται από τις ασφαλιστικές βοηθούν στην βελτίωση του Ενεργητικού, της Καθαρής Θέσης και επομένως της φερεγγυότητας των εταιρειών. Οι ασφαλισμένοι επωφελούνται τόσο από την αίσθηση ασφάλειας για ορθή διαχείριση των χρημάτων τους και της εμπιστοσύνης τους καθώς και από τις προσδοκίες είσπραξης μερισμάτων σε όσους διαθέτουν σχετικούς όρους στα ασφαλιστήρια συμβόλαια. 

Ωστόσο, η εμφάνιση υπεραξιών από ομόλογα στους Ισολογισμούς των εταιρειών έχει συνήθως πολλές αναγνώσεις. Σημαντικές υπεραξίες μπορεί να υποδηλώνουν ότι η εταιρεία τα καταφέρνει καλά στις επιλογές της αλλά μπορεί και να προέρχονται από αδυναμία ρευστοποίησης τους και απόδοσης τους στους μετόχους και ασφαλισμένους λόγω σύνδεσής τους με εν ισχύ ασφαλιστήρια συμβόλαια. Υπάρχει επιπλέον επενδυτικός κίνδυνος από την απώλεια πραγματοποίησης του κέρδους σε περίπτωση κακής επιλογής του χρόνου ρευστοποίησης. Τέλος, μεγάλο μέρος υπεραξιών ομολόγων μπορεί να προέρχεται από Ελληνικά ομόλογα τα οποία βελτίωσαν σημαντικά την αξία τους δικαιώνοντας τους επενδυτές ιδιαίτερα αν προέρχονται από τα προγράμματα ανταλλαγής χρέους.    

Σε τι κατάσταση βρίσκεται η κερδοφορία των ασφαλιστικών και από τι επηρεάζεται;

Όπως παρατηρήσαμε και στην τελευταία μας έκθεση, η κερδοφορία των ελληνικών ασφαλιστικών παραμένει σταθερά σε ικανοποιητικά επίπεδα. Δεν έχουν παρατηρηθεί σημαντικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με το ευρωπαϊκό επίπεδο. Στα χρόνια της κρίσης η μείωση του δείκτη ζημιών στο αυτοκίνητο αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον των επενδυτών στον κλάδο αυτό με σημαντική κερδοφορία προσελκύοντας νέους άλλα και ευκαιριακούς επενδυτές.  Αντίθετα οι κλάδοι υγείας με τις συνεχείς αυξήσεις του νοσοκομειακού κόστους και του κόστους παροχών νοσοκομειακής περίθαλψης, ιδιαίτερα στις παλαιές κάρτες υγείας που συνδέονται με ασφαλιστήρια ζωής εγγυημένου (υψηλού) επιτοκίου, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για κερδοφορία, ενώ ένα μέρος των εταιρειών απλά διαχειρίζονται τις ζημιές από τα παλαιά χαρτοφυλάκια τους που είναι εδώ και πολλά έτη κλειστά. Όσοι πρόλαβαν, πρόλαβαν…

Κοιτάζοντας μπροστά, η δυνατότητα των εταιριών για ψηφιοποίηση των εργασιών με τεχνολογικό μετασχηματισμό και κατάλληλες στρατηγικές πελατοκεντρικής προσέγγισης θα κρίνει και το μέλλον τους.  

Πόσο οι ρευστοποιήσεις των χαρτοφυλακίων επηρεάζουν τα κέρδη των ασφαλιστικών;

Ένα μεγάλο μέρος του επενδυτικού χαρτοφυλακίου των ελληνικών ασφαλιστικών αφορά στη λεγόμενη κατηγορία «Διαθέσιμα προς πώληση», όπου η διαφορά μεταξύ του κόστους των χρεογράφων και της τρέχουσας αξίας τους να καταχωρείται απευθείας στα ίδια κεφάλαια «ως μη πραγματοποιημένα κέρδη ή ζημίες», χωρίς να επηρεάζονται τα αποτελέσματα της Εταιρίας. Κατά συνέπεια τυχόν ρευστοποιήσεις χρεογράφων εντός του εν λόγω χαρτοφυλακίου θα επηρεάσει θετικά ή αρνητικά τα κέρδη των εταιρειών της δεδομένης περιόδου.

Σε κάθε περίπτωση τυχόν διαφορά που προκύπτει μεταξύ κόστους και τιμής ρευστοποίησης χρεογράφων επηρεάζει την κερδοφορία της Εταιρείας, εκτός αν αφορά προϊόντα τύπου Unit Linked, όπου τα κέρδη κατευθύνονται στα μερίδια των ασφαλισμένων με τις εταιρείες να κερδίζουν από την διαχείριση. 

Πόσο οι ρευστοποιήσεις των χαρτοφυλακίων επηρεάζουν τα κέρδη των ασφαλιστικών;

Ένα μεγάλο μέρος του επενδυτικού χαρτοφυλακίου των ελληνικών ασφαλιστικών αφορά στη λεγόμενη κατηγορία «Διαθέσιμα προς πώληση», όπου η διαφορά μεταξύ του κόστους των χρεογράφων και της τρέχουσας αξίας τους να καταχωρείται απευθείας στα ίδια κεφάλαια «ως μη πραγματοποιημένα κέρδη ή ζημίες», χωρίς να επηρεάζονται τα αποτελέσματα της Εταιρίας. Κατά συνέπεια τυχόν ρευστοποιήσεις χρεογράφων εντός του εν λόγω χαρτοφυλακίου θα επηρεάσει θετικά ή αρνητικά τα κέρδη των εταιρειών της δεδομένης περιόδου.

Σε κάθε περίπτωση τυχόν διαφορά που προκύπτει μεταξύ κόστους και τιμής ρευστοποίησης χρεογράφων επηρεάζει την κερδοφορία της Εταιρείας, εκτός αν αφορά προϊόντα τύπου Unit Linked, όπου τα κέρδη κατευθύνονται στα μερίδια των ασφαλισμένων με τις εταιρείες να κερδίζουν από την διαχείριση. 

© 2024 KPMG Ορκωτοί Ελεγκτές Α.Ε., Ελληνική Aνώνυμη Εταιρεία και μέλος του διεθνούς οργανισμού ανεξάρτητων εταιρειών-μελών της KPMG συνδεδεμένων με την KPMG International Limited, ιδιωτική Αγγλική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με εγγυητικές εισφορές. Με την επιφύλαξη κάθε δικαιώματος. 


Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη δομή του διεθνούς οργανισμού της KPMG παρακαλώ επισκεφτείτε τη σελίδα https://kpmg.com/governance.